φοινικοπυρηνέλαιο

φοινικοπυρηνέλαιο
το, Ν
βοτ. έλαιο που λαμβάνεται από τούς πυρήνες τών καρπών τού ελαιοφοίνικα και το οποίο διαφέρει, ως προς τη χημική του σύσταση, από το έλαιο που προέρχεται από τη σάρκα τού καρπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοίνικας (Ι) «είδος δένδρου» + πυρήνας + έλαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλφονσία — (alfonsia). Γένος φοινικόδεντρων της οικογένειας των φοινικιδών, ιθαγενών της τροπικής Αφρικής και των ανατολικών παραλίων της Νότιας Αμερικής. Στο γένος ανήκουν 3 είδη, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι ο αφρικανικός ελαιοφοίνικας, χρήσιμο φυτό …   Dictionary of Greek

  • ελαΐς ή αλφονσία — (elaeis). Γένος φοινικόδεντρων της οικογένειας των φοινικιδών. Είναι φυτό ιθαγενές της τροπικής Αφρικής και των ανατολικών παραλίων της Νότιας Αμερικής. Στο γένος αυτό ανήκουν τρία είδη, από τα οποία το σπουδαιότερο είναι ο ελαιοφοίνικας ο… …   Dictionary of Greek

  • καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”